χαλκοπαγής

χαλκοπαγής
χαλκο-πᾰγής, ές,
A made of bronze,

σάλπιγξ AP6.46

(Antip.Sid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκοπαγής — ές, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ παγής, ὑδρο παγής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπαγῆ — χαλκοπαγής made of bronze neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκοπαγής made of bronze masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκοπαγής made of bronze masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”